άντυτος

άντυτος
-η, -ο
1. γυμνός
2. ατημέλητος, άκομψα ντυμένος
3. αυτός που δεν φοράει το καθιερωμένο για μια περίπτωση ένδυμα
4. (για βιβλίο) άδετος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • άντυτος — η, ο αυτός που δεν είναι ντυμένος ή είναι πρόχειρα ντυμένος: Περίμενε λίγο, γιατί είναι ακόμη άντυτη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”